Είναι δυνατόν ένας μακάβριος και ύπουλος αστικός μύθος, μία ισχυρή φήμη που κλυδωνίζει τα νοσηρά και περίεργα θεμέλια μιας κοινωνίας που διψάει για συγκλονιστικές ανατροπές και αίμα να έχει τη δύναμη να κατασκευάζει, να υποδεικνύει και να παραδίδει στην κοινή γνώμη τον υποτίθεται διάσημο δολοφόνο μιας φρικτής ανθρωποκτονίας; Εβδομάδες τώρα τα δημοσιογραφικά γραφεία και τα sites στο Διαδίκτυο έχουν «πνιγεί» από την ίδια ρυπαρή «πληροφορία» του ράδιο αρβύλα που τρέφεται από το ψέμα και διαδίδεται από στόμα σε στόμα με τερατώδεις παραλλαγές, αλλά με στόχο το ίδιο πρόσωπο: τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Αλέξανδρο Ρήγα. «Ο Ρήγας σκότωσε τον Σεργιανόπουλο», «Ο Ρήγας πήγε και παραδόθηκε στην Ασφάλεια γιατί τον έπνιξαν οι τύψεις και το αίμα του φίλου του». Τα μεσάνυχτα του προηγούμενου Σαββάτου, η φήμη έγινε πιο ακραία, πιο εκδικητική, κι έφτασε και στα δικά μας αφτιά. «Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και τον πάνε στο νοσοκομείο». Ο ίδιος ο σκηνοθέτης τα ήξερε όλα, τα άκουγε όλα, τον βομβάρδιζαν με συνεχείς κλήσεις στο τηλέφωνό του για να δουν αν ζει! Η δίνη της παραπληροφόρησης, σε ένα χαρακτήρα ευαίσθητο που δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί αυτό τον παραλογισμό, έχει ήδη αρχίσει και γίνεται επικίνδυνη. Τόσο επικίνδυνη που ανάγκασε τον άνθρωπο που κρατούσε το φέρετρο του φίλου του να βγει και να μιλήσει δημόσια: «Δεν σκότωσα εγώ τον Σεργιανόπουλο» αποκαλύπτει ο Αλέξανδρος Ρήγας στο περιοδικό «Down Town», σε μια εξομολόγηση που ήδη συζητείται σε όλη την Ελλάδα. Με τον ίδιο βαθμό και την ίδια ταχύτητα που κυκλοφορούν, διασπείρονται και ψιθυρίζονται οι άρρωστες φήμες.
«Οπου πάω με κοιτάνε σαν να είμαι ο δολοφόνος»
Ο γνωστός σεναριογράφος, το ένα από τα τέσσερα-πέντε άτομα που κάποτε αποτελούσαν την περίφημη «παρέα του Παγκρατίου», υποχρεώθηκε, ππαρά το γεγονός ότι στην αρχή δεν ήθελε, να σταθεί απέναντι στη δίνη της συνωμοσιολογίας και προτού αυτή τον πνίξει να βγει δημόσια και να δηλώσει ότι «δεν είμαι εγώ ο δολοφόνος του Σεργιανόπουλου». Στη συνάντηση για την απόφαση να ξορκίσει τους δαίμονες που τον βάφτιζαν «μαχαιροβγάλτη» βρίσκονταν τρεις ακόμη άνθρωποι: ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος και οι φίλοι και συνεργάτες του, Μαρτσέλο Λεκόμτ και Μάνος Ψιστάκης. Λίγες μέρες μετά την άγρια δολοφονία, πάντα κατά την αφήγηση του Ρήγα, αντιμετώπισε το φθονερό «gossip» για πλάκα. Οταν όμως ένα βράδυ μπήκε στο εστιατόριο για να φάει κι ενώ στη Γενική Ασφάλεια το πρώτο παιχνίδι χανόταν και ο δολοφόνος του Σεργιανόπουλου παρέμενε άφαντος, παρά τις αρχικές δηλώσεις, αντιλήφθηκε την αιμοβόρα ισχύ του κουτσομπολιού. «Οπου πάω με κοιτάνε σαν να είμαι ο δολοφόνος, μπαίνω σε ένα μαγαζί να φάω και από πίσω μου ακούω έναν ψίθυρο να με ακολουθεί... Νιώθω απροστάτευτος από τις φήμες και αυτό δεν έχει καθόλου πλάκα. Να σε κοιτάνε και να νιώθεις ότι βλέπουν έναν δολοφόνο». Ζωή κόλαση; Κάτι χειρότερο. Ο σεναριογράφος του «Κόκκινου δωματίου» ξυπνάει και βλέπει στο κινητό του εκατοντάδες αναπάντητες κλήσεις. Χτυπάει το τηλέφωνο και νομίζει ότι θα ακούσει κάτι κακό. Νεύρα τεντωμένα, παλμοί που φουσκώνουν μέσα στο αίμα του. «Εφτιαξαν λάθος δράκο» λέει ο ίδιος. «Κάθε βράδυ προσεύχομαι να βρεθεί επιτέλους ο δολοφόνος για να σταματήσουν όλα αυτά. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω όλη αυτή την επίθεση κακοήθειας. Δεν είμαι έτσι φτιαγμένος και δεν λειτουργεί έτσι το μυαλό μου για να το συλλάβει». Ενας ακόμη λοιπόν ανυπεράσπιστος άνθρωπος που στέλνει ήπιο κι έμμεσο μήνυμα στην αστυνομία να συλλάβει το συντομότερο δυνατόν τον μακελάρη. Τούτη τη δύσκολη ώρα αποφασίζει να μην επιλέξει το δρόμο της αντιπαράθεσης με τις αρχές. Αλλωστε, θεωρεί ότι η αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να κυνηγήσει τις φήμες και να βγάζει ανακοινώσεις σαν να πρόκειται για ιατρικά ανακοινωθέντα.
«Αν αυτοκτονούσα θα το μάθαιναν όλοι σε λίγα λεπτά»
Στο «Down Town», ο άνθρωπος που σήκωσε στην πλάτη του το φέρετρο του αδικοχαμένου πρωταγωνιστή ξαναθυμάται την «αυτοκτονία» την οποία υποτίθεται ότι έκανε το περασμένο Σάββατο τα μεσάνυχτα. Αυτή τη σατανική φήμη που μάθαμε κι εμείς ως εφημερίδα και μείναμε εμβρόντητοι για την ορμητικότητα και την καταστροφή που μπορεί να επιφέρει. «Και ξαφνικά ακούω ότι προχθές αυτοκτόνησα. Και θα σου πω αυτό που είπα και πριν. Αν αυτοκτονούσα, δεν θα ήταν μυστικό. Είναι στοιχείο. Θα το μάθαιναν όλοι μέσα σε λίγα λεπτά». Διάψευση λοιπόν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο «για τους ηλίθιους που είναι αήττητοι», όπως λέει ο Ρήγας. Κάποια στιγμή καταφέρνει το μυαλό του να φύγει από το μαύρο, να δει μέσα από το χαμό του φίλου ξανά τη ζωή του, να καταλάβει ότι τελικά τα αυτονόητα πράγματα έχουν μεγάλη σημασία μετά από μια θλιβερή απώλεια. Οπως η δημιουργία της δουλειάς, οι φίλοι, το άγχος για την επιτυχία.
«Μία φορά κατέθεσα στην Ασφάλεια»
Αυτές τις μέρες ο Αλέξανδρος Ρήγας μπορεί να μη βρίσκεται στην Αθήνα. Ισως να είναι στη Νέα Υόρκη για να μην τρυπάνε τα αφτιά του οι ανελέητοι ψίθυροι ότι «πάλι μπορεί να παραδόθηκε στην αστυνομία ή να αυτοκτόνησε». Δεν δίστασε όμως να ξεκαθαρίσει κάποιες λεπτομέρειες που μετά το φονικό έλαβαν τη μορφή ερωτημάτων, απασχολώντας την κοινή γνώμη. Ο Ρήγας, σύμφωνα με όσα είπε, δεν κλήθηκε για κατάθεση στην Ασφάλεια δεύτερη φορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν χρειαστεί δεν θα ξανακληθεί. Επίσης, Ρήγας και Σεργιανόπουλος που είχαν πέντε χρόνια να μιλήσουν ξαναβρέθηκαν τον προηγούμενο Δεκέμβριο στα δικαστήρια της Ευελπίδων, όταν ο μακαρίτης έδινε τη μεγάλη μάχη με τα ναρκωτικά μετά την περιπέτεια με τη σύλληψή του στον Κολωνό. Από τότε, πάντα σύμφωνα με τον ίδιο, δεν ξαναβρέθηκαν. Είδε πάλι τον παλιό του φίλο στη Δράμα. Αυτή τη φορά νεκρό...
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΙΟΣ
«Οπου πάω με κοιτάνε σαν να είμαι ο δολοφόνος»
Ο γνωστός σεναριογράφος, το ένα από τα τέσσερα-πέντε άτομα που κάποτε αποτελούσαν την περίφημη «παρέα του Παγκρατίου», υποχρεώθηκε, ππαρά το γεγονός ότι στην αρχή δεν ήθελε, να σταθεί απέναντι στη δίνη της συνωμοσιολογίας και προτού αυτή τον πνίξει να βγει δημόσια και να δηλώσει ότι «δεν είμαι εγώ ο δολοφόνος του Σεργιανόπουλου». Στη συνάντηση για την απόφαση να ξορκίσει τους δαίμονες που τον βάφτιζαν «μαχαιροβγάλτη» βρίσκονταν τρεις ακόμη άνθρωποι: ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος και οι φίλοι και συνεργάτες του, Μαρτσέλο Λεκόμτ και Μάνος Ψιστάκης. Λίγες μέρες μετά την άγρια δολοφονία, πάντα κατά την αφήγηση του Ρήγα, αντιμετώπισε το φθονερό «gossip» για πλάκα. Οταν όμως ένα βράδυ μπήκε στο εστιατόριο για να φάει κι ενώ στη Γενική Ασφάλεια το πρώτο παιχνίδι χανόταν και ο δολοφόνος του Σεργιανόπουλου παρέμενε άφαντος, παρά τις αρχικές δηλώσεις, αντιλήφθηκε την αιμοβόρα ισχύ του κουτσομπολιού. «Οπου πάω με κοιτάνε σαν να είμαι ο δολοφόνος, μπαίνω σε ένα μαγαζί να φάω και από πίσω μου ακούω έναν ψίθυρο να με ακολουθεί... Νιώθω απροστάτευτος από τις φήμες και αυτό δεν έχει καθόλου πλάκα. Να σε κοιτάνε και να νιώθεις ότι βλέπουν έναν δολοφόνο». Ζωή κόλαση; Κάτι χειρότερο. Ο σεναριογράφος του «Κόκκινου δωματίου» ξυπνάει και βλέπει στο κινητό του εκατοντάδες αναπάντητες κλήσεις. Χτυπάει το τηλέφωνο και νομίζει ότι θα ακούσει κάτι κακό. Νεύρα τεντωμένα, παλμοί που φουσκώνουν μέσα στο αίμα του. «Εφτιαξαν λάθος δράκο» λέει ο ίδιος. «Κάθε βράδυ προσεύχομαι να βρεθεί επιτέλους ο δολοφόνος για να σταματήσουν όλα αυτά. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω όλη αυτή την επίθεση κακοήθειας. Δεν είμαι έτσι φτιαγμένος και δεν λειτουργεί έτσι το μυαλό μου για να το συλλάβει». Ενας ακόμη λοιπόν ανυπεράσπιστος άνθρωπος που στέλνει ήπιο κι έμμεσο μήνυμα στην αστυνομία να συλλάβει το συντομότερο δυνατόν τον μακελάρη. Τούτη τη δύσκολη ώρα αποφασίζει να μην επιλέξει το δρόμο της αντιπαράθεσης με τις αρχές. Αλλωστε, θεωρεί ότι η αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να κυνηγήσει τις φήμες και να βγάζει ανακοινώσεις σαν να πρόκειται για ιατρικά ανακοινωθέντα.
«Αν αυτοκτονούσα θα το μάθαιναν όλοι σε λίγα λεπτά»
Στο «Down Town», ο άνθρωπος που σήκωσε στην πλάτη του το φέρετρο του αδικοχαμένου πρωταγωνιστή ξαναθυμάται την «αυτοκτονία» την οποία υποτίθεται ότι έκανε το περασμένο Σάββατο τα μεσάνυχτα. Αυτή τη σατανική φήμη που μάθαμε κι εμείς ως εφημερίδα και μείναμε εμβρόντητοι για την ορμητικότητα και την καταστροφή που μπορεί να επιφέρει. «Και ξαφνικά ακούω ότι προχθές αυτοκτόνησα. Και θα σου πω αυτό που είπα και πριν. Αν αυτοκτονούσα, δεν θα ήταν μυστικό. Είναι στοιχείο. Θα το μάθαιναν όλοι μέσα σε λίγα λεπτά». Διάψευση λοιπόν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο «για τους ηλίθιους που είναι αήττητοι», όπως λέει ο Ρήγας. Κάποια στιγμή καταφέρνει το μυαλό του να φύγει από το μαύρο, να δει μέσα από το χαμό του φίλου ξανά τη ζωή του, να καταλάβει ότι τελικά τα αυτονόητα πράγματα έχουν μεγάλη σημασία μετά από μια θλιβερή απώλεια. Οπως η δημιουργία της δουλειάς, οι φίλοι, το άγχος για την επιτυχία.
«Μία φορά κατέθεσα στην Ασφάλεια»
Αυτές τις μέρες ο Αλέξανδρος Ρήγας μπορεί να μη βρίσκεται στην Αθήνα. Ισως να είναι στη Νέα Υόρκη για να μην τρυπάνε τα αφτιά του οι ανελέητοι ψίθυροι ότι «πάλι μπορεί να παραδόθηκε στην αστυνομία ή να αυτοκτόνησε». Δεν δίστασε όμως να ξεκαθαρίσει κάποιες λεπτομέρειες που μετά το φονικό έλαβαν τη μορφή ερωτημάτων, απασχολώντας την κοινή γνώμη. Ο Ρήγας, σύμφωνα με όσα είπε, δεν κλήθηκε για κατάθεση στην Ασφάλεια δεύτερη φορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν χρειαστεί δεν θα ξανακληθεί. Επίσης, Ρήγας και Σεργιανόπουλος που είχαν πέντε χρόνια να μιλήσουν ξαναβρέθηκαν τον προηγούμενο Δεκέμβριο στα δικαστήρια της Ευελπίδων, όταν ο μακαρίτης έδινε τη μεγάλη μάχη με τα ναρκωτικά μετά την περιπέτεια με τη σύλληψή του στον Κολωνό. Από τότε, πάντα σύμφωνα με τον ίδιο, δεν ξαναβρέθηκαν. Είδε πάλι τον παλιό του φίλο στη Δράμα. Αυτή τη φορά νεκρό...
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΧΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου